σβεστήρια

σβεστήρια
σβεστήριος
serving to quench
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κώλυμα — το (AM κώλυμα) [κωλύω] εμπόδιο, πρόσκομμα (α. «προέκυψε σοβαρό κώλυμα στη διεκπεραίωση τής υπόθεσης» β. «ἀγαθοῡ γὰρ ἰδέα οὖσα τὸ δέον φαίνεται δεσμὸς εἶναι καὶ κώλυμα φορᾱς», Πλάτ.) αρχ. άμυνα, προφύλαξη («ἀντεμηχανήσαντό τε σβεστήρια κωλύματα»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”